- αγγλικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αγγλία ή τους Άγγλους.2. αυτός που προέρχεται από την Αγγλία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγγλικός — ή, ό [Άγγλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αγγλία ή στους Άγγλους 2. αυτός που προέρχεται από την Αγγλία 3. (το θηλ. ή ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) η Αγγλική ή τα Αγγλικά η αγγλική* γλώσσα … Dictionary of Greek
Βαρθολομαίος ο Αγγλικός — (Bartholomaeus Anglicus, 13oς ή 14oς αι.). Άγγλος φραγκισκανός μοναχός, θεολόγος και μουσικός. Έγραψε το εγκυκλοπαιδικό έργο De proprietatibus rerum. Στο έργο αυτό περιλαμβάνεται και μια μελέτη του για τη μουσική … Dictionary of Greek
αγγλέ — αγγλικός «φοξ αγγλέ» είδος χορού «φοξ», που επινοήθηκε από τους Άγγλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. anglais] … Dictionary of Greek
τεντιμποϊσμός — Αγγλικός όρος που καθιερώθηκε από νέους (teddy boys) της Αγγλίας οι οποίοι, για να αντιδράσουν στο κατεστημένο, εμφανίστηκαν το 1949 με ενδυμασίες της εποχής του Άγγλου βασιλιά Εδουάρδου ΣΤ’. Ο τ. είναι ειδική αντικοινωνική εκδήλωση, της εφηβικής … Dictionary of Greek
φεστιβάλ — Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται διεθνώς και χαρακτηρίζει μια σειρά εκδηλώσεων, με χαρακτήρα συνήθως περιοδικό, μουσικού, θεατρικού και κινηματογραφικού περιεχομένου. Ο όρος προέρχεται από τη μεσαιωνική λατινική λέξη Festivalis, που υιοθετήθηκε… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Триантафиллу, Соти — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Триантафиллу. Соти Триантафиллу греч. Σώτη Τριανταφύλλου Дата рождения: 1957 год( … Википедия
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ίντσα — Μονάδα μέτρησης ίση προς το 1/36 της γιάρδας. Μία ί. ισούται με 2,54 εκ. * * * η αγγλική μονάδα μετρήσεως μήκους, το 1/12 τού ποδός, ο αγγλικός δάκτυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τού αγγλ. όρου inch < αρχ. αγγλ. ince < λατ. uncia «το εν… … Dictionary of Greek